περικεφάλαιον

περικεφάλαιον
τὸ, ΜΑ
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. περικεφάλαιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περικεφάλαιον — περικεφάλαιος round the head masc acc sg περικεφάλαιος round the head neut nom/voc/acc sg περικεφαλαία neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφάλαιος — αία, ον, ΜΑ 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περικεφαλαία βλ. περικεφαλαία μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον η περικεφαλαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κεφάλαιος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”